- εποικίζω
- εποικίζω, εποίκισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
εποικίζω — εποίκισα, εποικίστηκα, εποικισμένος, μτβ. 1. εγκαθιστώ κάποιον ως έποικο σε ήδη κατοικημένο τόπο. 2. χώρα αραιά κατοικημένη την κάνω πολυάνθρωπη με την εγκατάσταση εποίκων: Οι Γάλλοι πρώτοι εποίκισαν τον Καναδά. 3. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐποικίσαι — ἐποικίζω settle in a colony aor inf act ἐποικίσαῑ , ἐποικίζω settle in a colony aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικιζομένης — ἐποικίζω settle in a colony pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικισθεῖσα — ἐποικίζω settle in a colony aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικισθεῖσαν — ἐποικίζω settle in a colony aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικισθῆναι — ἐποικίζω settle in a colony aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίζωσιν — ἐποικίζω settle in a colony pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίσαν — ἐποικίζω settle in a colony aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίσαντας — ἐποικίζω settle in a colony aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)